English
© 2010 Νομική Βιβλιοθήκη

ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ


eydpelop

twitter kathimerini











ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Δημοσιεύσεις

ΣυμβΑΠ 1675/2010 [Δίκη των έξι - Οριστική παύση ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής]

Πρόεδρος Θ. Γκοΐνη, Αντιπρόεδρος
Μέλη Κ. Φράγκος, Ι. Παπαδόπουλος, Ι. Γιαννακόπουλος (Εισηγητής), Α. Ξένος
Εισαγγελέας Ν. Τσάγγας, Αντεισαγγελέας
Δικηγόρος Ν. Βασιλάτος

Διατάξεις: άρθρα 145 [παρ. 1, 2 εδ. α΄, β΄], 171 [παρ. 2], 370 [εδ. β΄], 525 [παρ. 1], 528 [παρ. 6], 548 ΚΠΔ , 111-113 ΠΚ

Δίκη των έξι, Διόρθωση/συμπλήρωση απόφασης, Προπαρασκευαστικές αποφάσεις, Εσχάτη προδοσία, Παραγραφή, Οριστική παύση ποινικής δίωξης

Με την ΑΠ 1533/2009 κρίθηκε, στη γνωστή υπόθεση της «Δίκης των Έξι», ότι αποκαλύφθηκαν νέα γεγονότα και αποδείξεις, τα οποία καθιστούν φανερό ότι οι καταδικασθέντες ήταν αθώοι των οικείων αξιοποίνων πράξεων. Ενόψει δε του ότι η απόφαση λήφθηκε με πλειοψηφία μίας ψήφου, η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Η παραπομπή αυτή όμως δεν ήταν παραδεκτή, διότι η εν λόγω απόφαση δεν σχετίζεται με την αναιρετική διαδικασία, αλλά είναι απόρροια της πρωτογενούς εξουσίας που έχει ο Άρειος Πάγος να κρίνει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 525 επ. ΚΠΔ . Στη συνέχεια, εκδόθηκε η ΣυμβΑΠ Ολ 2/2010 , διά της οποίας έγινε δεκτό ότι το Ζ΄ Τμήμα του ΑΠ πρέπει να ολοκληρώσει την ενώπιόν του διαδικασία σύμφωνα με την απόφαση που, κατά πλειοψηφία, έλαβε και δη να διατάξει τη διεξαγωγή νέας δίκης αν θεωρεί αυτή αναγκαία, διαφορετικά να εφαρμόσει τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 370 εδ. β΄ ΚΠΔ και 111-113 ΠΚ . Συνεπώς, υπό οποιαδήποτε εκδοχή για τη φύση της ανωτέρω ΑΠ 1533/2009 αποφάσεως, η οποία δεν έχει ενδοδιαδικαστικό χαρακτήρα αλλά είναι οριστική, αυτή δεν παρήγαγε αποτελέσματα και το παρόν Τμήμα, μετά τη ΣυμβΑΠ Ολ 2/2010 , επανήλθε στο στάδιο της διαδικασίας πριν από την κρίση του για την παραπομπή. Ως εκ τούτου, ακυρώνεται η απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών, ακολούθως δε, ενόψει του ότι η επανάληψη της ποινικής διαδικασίας δεν είναι εφικτή αφού το αξιόποινο των πράξεων της εσχάτης προδοσίας και της ηθικής σ’ αυτήν αυτουργίας έχει εξαλειφθεί διά παραγραφής, παύει οριστικά η ποινική δίωξη, και μάλιστα για όλους τους κατηγορουμένους και όχι μόνο για τον παππού του αιτούντος, αφού οι λόγοι για τους οποίους ζητήθηκε η επανάληψη δεν αρμόζουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπό του (αντιθ. μειοψ.).


Κατά τις διατάξεις του άρθρου 145 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ και β΄ ΚΠΔ, «1. Όταν στην απόφαση ή στη διάταξη υπάρχουν λάθη ή παραλείψεις που δεν δημιουργούν ακυρότητα ο δικαστής που τις εξέδωσε διατάσσει αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση του εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους τη διόρθωση ή τη συμπλήρωσή τους, αν δεν μεταβάλλονται ουσιαστικά και δεν αλλοιώνεται η αληθινή εικόνα αυτών που πράγματι συνέβησαν στο ακροατήριο. 2. Η διόρθωση ή η συμπλήρωση μπορεί να αφορά, εκτός από τις άλλες παραλείψεις, και τα όσα αναφέρονται ως προς την ταυτότητα του κατηγορουμένου, τη συμπλήρωση του ανεπαρκούς αιτιολογικού και τη διευκρίνιση του διατακτικού της απόφασης, όταν αυτό έχει ασάφειες ή είναι διαφορετικό από εκείνο που απαγγέλθηκε στο ακροατήριο ή που σημειώθηκε στα πρακτικά. Η διόρθωση ή η συμπλήρωση διατάσσεται με απόφαση ή διάταξη, ύστερα από κλήτευση και ακρόαση των διαδίκων που εμφανίστηκαν». Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες περί ενδίκων μέσων, σαφώς συνάγεται ότι ως διόρθωση ή συμπλήρωση της αποφάσεως νοείται η αποκατάσταση της πραγματικής βουλήσεως του δικαστηρίου, με την αποβολή στοιχείων ξένων προς αυτή που παρεισέφρησαν στο κείμενό της ή με την παράθεση σ' αυτό στοιχείων αναγκαίων που παραλείφθηκαν από αυτό, από παραδρομή ή αβλεψία ή από άλλη παρόμοια αιτία και όχι η άρση των σφαλμάτων που δημιουργούν ακυρότητα ή των ουσιαστικών σφαλμάτων, που είναι αντικείμενο της κρίσης του ανωτέρου δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της υποθέσεως μετά από άσκηση ενδίκου μέσου. Κατά την έννοια της προαναφερόμενης διατάξεως του άρθρου 145 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠΔ , διάδικοι στη δίκη επί της διορθώσεως ή συμπληρώσεως αποφάσεως είναι μόνο εκείνοι που ήταν διάδικοι και στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η ελλιπής απόφαση. Παρέμβαση οποιουδήποτε τρίτου, ο οποίος δεν ήταν τότε διάδικος, είναι απαράδεκτη.

Περαιτέρω, ο παθών από την αξιόποινη πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε ο δράστης, ως έχων συμφέρον να διατηρηθεί η καταδίκη, δικαιούται να παρέμβει στο Συμβούλιο που κρίνει την αίτηση για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι είχε παραστεί αυτός ως πολιτικώς ενάγων κατά τη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Σε καμιά, όμως, περίπτωση δεν δικαιούται να παραστεί στη δίκη αυτή το πρώτον ως πολιτικώς ενάγων. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠΔ , αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία προκαλείται απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως και το δικαστήριο διατάσσει την αποβολή του. Η ακυρότητα δε αυτή προκαλείται μόνο όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως της πολιτικής αγωγής ή όταν παραβιάσθηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί, κατά το άρθρο 68 του ίδιου Κώδικα, ως προς τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως και υποβολής της στο ποινικό δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών, με την από 20.1.2008 αίτησή του, ζήτησε, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτή, την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την από 15.11.1922, χωρίς γνωστό αριθμό, αμετάκλητη απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών, με την οποία είχαν καταδικασθεί ο παππούς του Π.Π. και οι Γ.Χ., Δ.Γ., Ν.Σ., Γ.Μ. και Ν.Θ. στην ποινή του θανάτου, η οποία και εκτελέσθηκε, και οι Μ.Γ. και Ξ.Σ. στην ποινή των ισοβίων δεσμών. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθ. 1533/2009* απόφαση, σε Συμβούλιο, του παρόντος Τμήματος αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε, κατά πλειοψηφίαν, ότι, από τα νέα και μη γνωστά στους Δικαστές που είχαν καταδικάσει τους ανωτέρω στοιχεία, καθίστατο φανερό ότι οι καταδικασθέντες ήταν αθώοι των πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκαν. Πλην, από νομικό σφάλμα, παραπέμφθηκε η αίτηση, λόγω λήψεως της αποφάσεως με διαφορά μιας ψήφου, στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η οποία, με την υπ' αριθ. 2/2010** απόφασή της, αποφάνθηκε ότι η παραπομπή της υποθέσεως σ' αυτήν ήταν απαράδεκτη. Ήδη, ο αυτός αιτών, με την κρινόμενη από 4.3.2010 αίτησή του, ζητεί τη συμπλήρωση της ανωτέρω υπ' αριθ. 1533/2009 αποφάσεως κατά το ελλείπον διατακτικό, ώστε, σύμφωνα με το αιτιολογικό της, να ακυρωθεί η ειρημένη απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών. Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, εμφανίσθηκε το Σωματείο με την επωνυμία «...», νομίμως εκπροσωπούμενο από τον Πρόεδρό του Α.Λ., και δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον κατά του αιτούντος την επανάληψη της διαδικασίας και την ακύρωση της από 15.11.1922 αποφάσεως του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών, επικαλούμενο έννομο συμφέρον, συνιστάμενο «στην ηθική βλάβη που έχουν υποστεί, στο διηνεκές, όλοι οι απόγονοι των μικρασιατών προσφύγων και στην ανάγκη διατηρήσεως της ιστορική μνήμης των πατρίδων, καθώς και της αισθήσεως αποδόσεως δικαίου και δικαιοσύνης, όπως εκφράστηκε αυτή με την απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών», ζητεί δε την επιδίκαση του συμβολικού ποσού των 10 ευρώ για την αποκατάσταση της, στο διηνεκές, ηθικής βλάβης από τις πράξεις για τις οποίες έχει καταδικασθεί ο πάππος του αιτούντος. Η δήλωση αυτή παραστάσεως πολιτικής αγωγής είναι απαράδεκτη προεχόντως γιατί, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, το πολιτικώς ενάγον δεν ήταν διάδικος στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ. 1533/2009 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, της οποίας ζητείται τώρα η συμπλήρωση και, επομένως, δεν δικαιούται, στο σημείο αυτό, να παρέμβει στη δίκη, ανεξαρτήτως του ότι δεν θα μπορούσε να παρέμβει ούτε κατά τη συζήτηση επί της αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας, επί της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω απόφαση, αφού δεν είχε (και δεν θα μπορούσε να έχει) παραστεί ως πολιτικώς ενάγον στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η από 15.11.1922 απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών. Επομένως, το ως άνω εμφανισθέν ως πολιτικώς ενάγον Σωματείο πρέπει, κατά την ομόφωνη γνώμη του Δικαστηρίου, να αποβληθεί από τη διαδικασία, κατά παραδοχήν και του σχετικού ισχυρισμού του αιτούντος.

Περαιτέρω, κατά τη γνώμη που κράτησε στο Δικαστήριο, η ανωτέρω από 20.1.2008 αίτηση με το εκτεθέν περιεχόμενο, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες σκέψεις, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις ως άνω διατάξεις του άρθρου 145 ΚΠΔ και πρέπει να ερευνηθεί κατ' ουσίαν. Από τα έγγραφα της διαδικασίας προέκυψαν, κατά την ίδια κρατήσασα γνώμη, τα εξής: Με την από 15.11.1922, χωρίς γνωστό αριθμό, αμετάκλητη απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών, καταδικάσθηκαν οι Π.Π., Γ.Χ., Δ.Γ., Ν.Σ., Γ.Μ. και Ν.Θ. στην ποινή του θανάτου και οι Μ.Γ. και Ξ.Σ. στην ποινή των ισοβίων δεσμών για το ότι: «1. Υπό κοινού συμφέροντος κινούμενοι συναπεφάσισαν την εκτέλεσιν της αμέσως επομένης αξιοποίνου πράξεως και ένεκα ταύτης συνομολογήσαντες προς αλλήλους αμοιβαίαν συνδρομήν από της 3ης Νοεμβρίου 1920 μέχρι τέλους Αυγούστου 1922 εν Αθήναις και αλλαχού του Κράτους συνώμοσαν και συναπεφάσισαν περί πράξεως εσχάτης προδοσίας και συνυπεχρεώθησαν προς αλλήλους προς ταύτη, ήτοι διά της διά ποικίλων μέσων συστηματικής εργασίας προς κλονισμό του ηθικού του εν Ιωνία μαχομένου στρατού, διά της προβεβουλευμένης μεταφοράς μεγάλης δυνάμεως στρατού εκ του Μικρασιατικού μετώπου επί σκοπώ εξασθενίσεως αυτού και άλλων διαφόρων μέσων ενήργησαν εκ προθέσεως την παράδοσιν εις τον εχθρόν αποθηκών πλήρων πολεμοφοδίων, όπλων, πυροβόλων και παντός άλλου πολεμικού υλικού, ανηκόντων εις την Επικράτειαν. 2) Ο κατηγορούμενος Γ.Χ., τέως αρχηγός Στρατιάς Μικράς Ασίας, εν Σμύρνη και αλλαχού από της 13ης Αυγούστου 1922 μέχρι της 23ης ιδίου μηνός και έτους εκουσίως και εκ προθέσεως παρέδωσε προς τον εχθρόν μεγάλα τμήματα της παρ' αυτού διοικουμένης Στρατιάς Μικράς Ασίας και διά διαφόρων μέσων προκάλεσε την απέναντι του εχθρού φυγήν μεγάλων τμημάτων στρατεύματος και παρημπόδισε την ανασυνάθροισιν αυτού. 3) Οι δε λοιποί και γιατί, ενώ ο Γ.Χ., αρχηγός ων της Στρατιάς Μικράς Ασίας από 13 μέχρις 23 Αυγούστου 1922, εκουσίως και εκ προθέσεως παρέδωκεν εις τον εχθρόν μεγάλα τμήματα στρατού και παρημπόδισε την ανασυνάθροισιν αυτού, ούτοι εκ προθέσεως παρεκίνησαν αυτόν εις την εκτέλεσιν της ανωτέρω αξιοποίνου πράξεως, προστάξαντες και παραγγείλαντες αυτόν και συμβουλεύσαντες αυτόν μετ' απάτης, πειθούς και φορτικότητος». Κατόπιν αιτήσεως του εγγονού του καταδικασθέντος Π.Π. για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε αμετακλήτως με την ανωτέρω απόφαση, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 1533/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε η αίτηση παραδεκτή και νόμιμη, κατά πλειοψηφίαν δε και κατ' ουσίαν βάσιμη. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω υπ' αριθ. 1533/2009 απόφαση, κατά την πλειοψηφήσασα άποψη τριών μελών του Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι αποκαλύφθηκαν, μετά την οριστική καταδίκη του παππού του αιτούντος και των ειρημένων συγκατηγορουμένων του, νέα, άγνωστα στους Δικαστές του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών που τους καταδίκασαν, γεγονότα και αποδείξεις, τα οποία, σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί στο εν λόγω Δικαστήριο, καθιστούν φανερό ότι οι ανωτέρω καταδικασθέντες (παππούς του αιτούντος και συγκατηγορούμενοί του) ήταν αθώοι των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων. Πλην, ενόψει του ότι η απόφαση λήφθηκε με πλειοψηφία μιας ψήφου, η υπόθεση παραπέμφθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1 και 2 του Ν 1756/1988 (όπως αντικαταστάθηκαν η παρ. 1 με το άρθρο 16 παρ. 1 του Ν 2331/1993 και η παρ. 2 με το άρθρο 3 παρ. 6 του Ν 2479/1997 ) και 3 παρ. 3 του Ν 3810/1957 , η οποία έχει διατηρηθεί σε ισχύ για τις ποινικές υποθέσεις, στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Όμως, η παραπομπή αυτή δεν ήταν παραδεκτή, γιατί η απόφαση αυτή δεν σχετίζεται με την αναιρετική διαδικασία, ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι παραπάνω διατάξεις περί παραπομπής, αλλά είναι απόρροια της πρωτογενούς εξουσίας που έχει ο Άρειος Πάγος (και ειδικότερα το αρμόδιο Ποινικό Τμήμα του) να κρίνει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις (νομικές και πραγματικές) εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 525 επ. ΚΠΔ . Στη συνέχεια, εκδόθηκε, όπως αναφέρθηκε, η υπ' αριθ. 2/2010 απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο), με την οποία κρίθηκε ότι η παραπομπή ήταν απαράδεκτη και ότι το Τμήμα «όφειλε να προέλθει στην ολοκλήρωση της διαδικασίας, κατά τα από το νόμο προβλεπόμενα, δηλαδή είτε να διατάξει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, ήτοι τη διεξαγωγή νέας δίκης, αν θεωρούσε ότι αυτή ήταν αναγκαία είτε, σε αντίθετη περίπτωση, να εφαρμόσει τα από το νόμο προβλεπόμενα (άρθρα 370 περ. β΄ ΚΠΔ, 111-113 ΠΚ )», ήτοι όρισε δεσμευτικά ότι το παρόν Τμήμα που παρέπεμψε την αίτηση στην Ολομέλεια πρέπει να ολοκληρώσει την ενώπιόν του διαδικασία σύμφωνα με την απόφαση, που, κατά πλειοψηφία, έλαβε και δη να διατάξει τη διεξαγωγή νέας δίκης αν θεωρεί αυτή αναγκαία (εφικτή), διαφορετικά να εφαρμόσει τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 370 περ. β΄ ΚΠΔ, 111-113 ΠΚ , δηλαδή να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω εξαλείψεως του αξιοποίνου διά παραγραφής.

Συνεπώς, υπό οποιαδήποτε εκδοχή για τη φύση της ανωτέρω υπ' αριθ. 1533/2009 αποφάσεως, η οποία, κατά την ίδια κρατήσασα γνώμη του Δικαστηρίου, δεν έχει ενδοδιαδικαστικό χαρακτήρα, αλλά είναι οριστική (πρβλ. ΑΠ Ολ 35/1994 , 4/1996), αυτή (1533/2009 απόφαση) δεν παρήγαγε αποτελέσματα (παραπομπή, δηλαδή, της υποθέσεως στην Ολομέλεια) και το παρόν Τμήμα, μετά την ως άνω υπ' αριθ. 2/2010 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, επανήλθε στο στάδιο της διαδικασίας πριν από την κρίση του για την παραπομπή. Εναπομένει, έτσι, να περιληφθεί στο διατακτικό της υπ' αριθ. 1533/2009 αποφάσεως διάταξη για ακύρωση της υπόψη αποφάσεως του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών. Ακολούθως, ενόψει του ότι η επανάληψη της ποινικής διαδικασίας δεν είναι εφικτή, αφού το αξιόποινο των πράξεων της εσχάτης προδοσίας και της ηθικής σ' αυτήν αυτουργίας, για τις οποίες είχε καταδικασθεί ο παππούς του αιτούντος και οι συγκατηγορούμενοί του, έχει εξαλειφθεί διά παραγραφής, πρέπει να διαταχθεί η οριστική παύση της ποινικής διώξεως και μάλιστα, κατ' άρθρο 528 παρ. 6 ΚΠΔ , για όλους και όχι μόνο για τον παππού του αιτούντος, αφού οι λόγοι για τους οποίους ζητήθηκε η επανάληψη δεν αρμόζουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπό του, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

Κατά τη μειοψηφούσα γνώμη των εκ των μελών αυτού του Δικαστηρίου σε συμβούλιο Κ.Φ. και Α.Ξ., η κρινόμενη αίτηση έπρεπε να απορριφθεί για τους παρακάτω λόγους:

Το άρθρο 548 ΚΠΔ ορίζει ότι η προπαρασκευαστική απόφαση εκτελείται μόλις απαγγελθεί, και το δικαστήριο μπορεί να ανακαλεί πάντοτε αυτές τις αποφάσεις του. Οι προπαρασκευαστικές αποφάσεις διαφέρουν από τις παρεμπίπτουσες για τις οποίες γίνεται ρητή αναφορά στο άρθρο 139 ΚΠΔ , όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν 2408/1996 , που επιβάλλει την αιτιολόγηση των αποφάσεων, των βουλευμάτων και των διατάξεων και στο άρθρο 405 παρ. 1 στοιχ. ε΄ ΚΠΔ που προβλέπει τη λειτουργική αρμοδιότητα των τακτικών δικαστών του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου να αποφασίζουν εκτός των άλλων και για τα παρεμπίπτοντα νομικά ζητήματα που εμφανίζονται και εξετάζονται κατά τη διάρκεια της συζήτησης. Η Αναθεωρητική Επιτροπή του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας στη συνεδρίαση της 3.11.1939 όρισε ότι ανακλητές δεν είναι όλες οι προπαρασκευαστικές αποφάσεις αλλά μόνο αυτές που δεν λύνουν οριστικά ένα θέμα που ανέκυψε και σχετίζεται με την κατηγορία αλλά απλά προπαρασκευάζουν την τελειωτική κρίση του δικαστηρίου (ή του δικαστικού συμβουλίου). Με βάση την ανωτέρω διευκρίνιση της Αναθεωρητικής Επιτροπής, ως προπαρασκευαστικές αποφάσεις και δη ανακλητές θεωρούνται εκείνες που δεν αποφαίνονται τελειωτικά για την κατηγορία ούτε λύνουν οριστικά ένα θέμα που ανέκυψε και σχετίζεται με την κατηγορία αλλά απλά προπαρασκευάζουν την τελειωτική κρίση του δικαστηρίου. Εξάλλου η διάταξη του άρθρου 548 εδ. β΄ ΚΠΔ για την ανάκληση των προπαρασκευαστικών αποφάσεων, στηρίζεται στο ότι οι συγκεκριμένες αποφάσεις δεν υπόκεινται αυτοτελώς σε ένδικα μέσα και έτσι στα βασικά γνωρίσματα μιας γνήσιας προπαρασκευαστικής αποφάσεως πρέπει να συμπεριληφθεί και η μη ύπαρξη δυνατότητας προσβολής της αυτοτελώς με ένδικο μέσο. Γνήσιες προπαρασκευαστικές ή άλλως ανακλητές κατά τη διάταξη του άρθρου 548 ΚΠΔ αποφάσεις είναι, μεταξύ άλλων, η εκδιδόμενη κατ' άρθρο 515 παρ. 1 ΚΠΔ απόφαση του Αρείου Πάγου με την οποία αναβάλλεται η συζήτηση της αναιρέσεως σε ρητή δικάσιμο, η αναβλητική απόφαση του άρθρου 352 παρ. 3 για νέες αποδείξεις, η απόφαση του δικαστηρίου που αναβάλλει την εκδίκαση της υποθέσεως κατά τα άρθρα 59, 61 ΚΠΔ και η επί επαναλήψεως της διαδικασίας απόφαση του Συμβουλίου Εφετών ή του Αρείου Πάγου κατ' άρθρο 528 παρ. 1 ΚΠΔ με την οποία διατάσσεται συμπληρωματική έρευνα για να βεβαιωθούν οι λόγοι της αίτησης επαναλήψεως της διαδικασίας. Ως προς τη δυνατότητα ανάκλησης και άλλων αποφάσεων με τις οποίες το δικαστήριο, σε αντίθεση με τις παραπάνω, δεν προπαρασκευάζει απλά την τελειωτική επί της κατηγορίας κρίση του αλλά επιλύει ένα ειδικότερο ζήτημα το οποίο ανακύπτει αναφερόμενο στην υπό εξέταση υπόθεση και κατ' επέκταση στην κατηγορία και πρέπει να επιλυθεί με σκοπό να διευκολυνθεί η πρόοδος στη διαδικασία και προκειμένου να αχθεί το δικαστήριο στην τελειωτική κρίση του, πρέπει να γίνεται δεκτό ότι η άποψη περί αδυναμίας ανάκλησής των έχει προφανώς ως αποτέλεσμα να άγεται το δικαστήριο, σε περίπτωση εκδόσεως εσφαλμένης αποφάσεως, στο άτοπο να μην υπάρχει δυνατότητα διορθώσεως του συγκεκριμένου σφάλματος, το οποίο εξακολουθεί εκ του λόγου αυτού να υπάρχει. Η βασική δικονομική αρχή της αναζητήσεως της ουσιαστικής αληθείας και η ανάγκη για ορθή απονομή της δικαιοσύνης επιβάλλει να γίνεται δεκτό ως βασικό κριτήριο ανακλήσεως μιας τέτοιας απόφασης η υπό του δικαστηρίου οριστική ή μη επίλυση ενός ζητήματος, ανάλογα δηλαδή, εάν το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο εξακολουθεί να έχει την εξουσία να ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη υπόθεση και ανεξάρτητα από το εάν με τη συγκεκριμένη προπαρασκευάζεται απλώς η τελειωτική κρίση του ή επιλύεται ένα παρεμπίπτον ζήτημα που ανέκυψε και πρέπει να διευκολυνθεί με την επίλυσή του η πρόοδος της διαδικασίας, χωρίς να αξιολογείται και να συνυπολογίζεται στη δυνατότητα ή μη ανάκλησής της το εάν μπορεί να ασκηθεί ή όχι ένδικο μέσο κατά μιας τέτοιας αποφάσεως. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές και το ότι καθοριστικό κριτήριο για την ανάκληση ή όχι μιας τέτοιας αποφάσεως το οποίο πηγάζει από την αναγκαιότητα διορθώσεως οποιουδήποτε σφάλματος είναι η έκδοση ή μη τελειωτικής αποφάσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι υπόλοιπες παρεμπίπτουσες αποφάσεις με τις οποίες το δικαστήριο κρίνει και επιλύει οριστικά, με την έννοια ότι απεκδύεται πάσης περαιτέρω εξουσίας, ένα ζήτημα που ανακύπτει, δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια των ανακλητών αποφάσεων του άρθρου 548 ΚΠΔ .

Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει ότι η επανάληψη διαδικασίας, που δεν αποτελεί ένδικο μέσο αλλά έκτακτη διαδικασία, αφού η σχετική αίτηση στρέφεται κατ' αποφάσεως που απέκτησε την ισχύ δεδικασμένου και η υποβολή της σχετικής αιτήσεως δεν υπόκειται σε προθεσμία και δύναται να χωρήσει, εκτός των άλλων περιπτώσεων, και αν ύστερα από την οριστική καταδίκη κάποιου, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα, στους δικάσαντες δικαστές, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Η επί της αιτήσεως επαναλήψεως διαδικασία καθορίζεται από τα άρθρα 527 παρ. 3, 528 και 530 ΚΠΔ και διαιρείται σε τρία διαδικαστικά στάδια, από τα οποία τα δύο πρώτα ρυθμίζονται ενιαίως, ήτοι προέχει το στάδιο κατά το οποίο ερευνάται το τύποις παραδεκτό της αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας και σε καταφατική απάντηση επί του τύποις παραδεκτού άρχεται το δεύτερο στάδιο κατά το οποίο ερευνάται η βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της επαναλήψεως της διαδικασίας και σε περίπτωση κρίσεως αυτών ως βασίμων ακυρώνεται από το δικαστήριο σε συμβούλιο η προσβαλλόμενη απόφαση και μετά ταύτα αρχίζει το τρίτο στάδιο με την εκ νέου επανάληψη της συζητήσεως της κυρίας διαδικασίας εκτός εάν κρίνει το συμβούλιο ελευθέρως ότι δεν υφίσταται ανάγκη παραπομπής της υποθέσεως προς επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, όπως όταν είναι πρόδηλη η αθωότητα του καταδικασθέντος ή εάν παρήλθε από την τέλεση της πράξεως μέχρι την ακύρωση ο χρόνος παραγραφής, οπότε, αφού γίνει κατ' ουσίαν δεκτή η αίτηση, διατάσσεται η οριστική παύση της ποινικής δίωξης.

Στην προκειμένη περίπτωση το παρόν Τμήμα του Αρείου Πάγου, με την προηγούμενη 1533/2009 απόφασή του, δικάζοντας επί της από 20.1.2008 αιτήσεως επαναλήψεως της ποινικής διαδικασίας της δίκης και ακυρώσεως της από 15.11.1922 αποφάσεως του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πρόγονος (πάππος) του αιτούντος είχε καταδικασθεί μαζί με άλλους πέντε κατηγορούμενους πολιτικούς και στρατιωτικούς αμετακλήτως σε θάνατο και εκτελέσθηκαν, ενώ δέχθηκε κατά πλειοψηφία ότι αποκαλύφθηκαν μετά την οριστική καταδίκη του άνω συγγενούς εξ αίματος του αιτούντος και επτά συγκατηγορουμένων του νέα, άγνωστα, στους δικαστές του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών που τους καταδίκασαν γεγονότα και αποδείξεις, τα οποία σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί στο εν λόγω δικαστήριο καθιστούν φανερό ότι οι ανωτέρω καταδικασθέντες ήταν αθώοι των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων και ότι κατά την επικρατήσασα γνώμη του δικαστηρίου εκείνου του ΑΠ (σε συμβούλιο) καθίσταται φανερό κατά την έννοια του άρθρου 525 παρ. 1 αριθμ. 2 ΚΠΔ ότι ο πάππος του αιτούντος και οι λοιποί καταδικασθέντες με αυτόν το 1922 πολιτικοί και στρατιωτικοί άνδρες ήταν αθώοι των ανωτέρω εγκλημάτων εσχάτης προδοσίας της χώρας κ.λπ. για τα οποία καταδικάσθηκαν αμετάκλητα σε θάνατο και εκτελέσθηκαν και θα πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση ως και κατ' ουσίαν βάσιμη, δεν εξέδωσε οριστική απόφαση επί της εν λόγω αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας της άνω δίκης αλλά εσφαλμένως παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1 και 2 Ν 1756/1988 (όπως αντικαταστάθηκε η παρ. 1 με το άρθρο 16 παρ. 1 Ν 2331/1993 και η παρ. 2 με το άρθρο 3 παρ. 6 Ν 2479/1997 ) και του άρθρου 3 παρ. 3 Ν 3810/1957 , ως διατηρηθείσα σε ισχύ όσον αφορά τις ποινικές υποθέσεις, με την αιτιολογία λήψεως της αποφάσεως με πλειοψηφία μιας ψήφου. Όπως δέχθηκε η επιληφθείσα στη συνέχεια της εν λόγω αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας Β΄ Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο) με την 2/2010 απόφασή της προκειμένου περί επαναλήψεως της διαδικασίας που υπάγεται στις «έκτακτες διαδικασίες», αρμόδιο να κρίνει τη σχετική αίτηση είναι το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, χωρίς η σχετική απόφασή του να υπόκειται σε ουδένα ένδικο μέσο και δεν υπάρχει η δυνατότητα παραπομπής της υποθέσεως στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ούτε αναγνωρίζεται σ' αυτήν δυνατότητα να κρίνει επί της εν λόγω υποθέσεως έστω και αν η σχετική απόφαση ληφθεί με πλειοψηφία μιας ψήφου, αφού κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις στις αποφάσεις που λαμβάνονται με τέτοια πλειοψηφία αλλά δεν σχετίζονται με αναιρετική διαδικασία επί εκκρεμούς αιτήσεως αναιρέσεως αλλά είναι απόρροια της πρωτογενούς εξουσίας που έχει το αρμόδιο Ποινικό Τμήμα του ΑΠ να κρίνει αν συντρέχουν οι νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των άρθρων 525 επ. ΚΠΔ . και έτσι κήρυξε απαράδεκτη την παραπομπή της άνω υποθέσεως στην Ολομέλεια του ΑΠ.

Κατ' ακολουθία των όσων προαναφέρθηκαν, κατά τη γνώμη των άνω δύο μειοψηφούντων μελών της συνθέσεως του Δικαστηρίου τούτου, λόγω της μη εκδόσεως οριστικής αποφάσεως επί της προκείμενης αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας ως προς την κατ' ουσία παραδοχή της μετά έρευνα της βασιμότητας των προβαλλομένων λόγων της επαναλήψεως της διαδικασίας με την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ενδείκνυται η ανάκληση της προκείμενης 1533/2009 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, της οποίας ήδη, μετά την έκδοση της άνω αποφάσεως της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, ζητεί ο αιτών την κατ' άρθρο 145 ΚΠΔ συμπλήρωση. Η ανάκληση της ειρημένης 1533/2009 αποφάσεως δικαιολογείται κατά την άνω μειοψηφούσα γνώμη, αφενός διότι δεν είναι οριστική, αφού το Συμβούλιο απέσχε να αποφανθεί διά της μη σύννομης παραπομπής της στην Ολομέλεια επί της ουσιαστικής παραδοχής ως προς όλα τα διαδικαστικά στάδια της αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας της άνω δίκης ενώπιον του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών που καταδίκασε σε θάνατο τον άνω πρόγονο του αιτούντος και τους συγκατηγορουμένους του και επομένως εξακολουθεί να υφίσταται στάδιο να ασχοληθεί το παρόν Τμήμα του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο με τη συγκεκριμένη υπόθεση, μη δεσμευόμενο από την προηγούμενη κρίση της πλειοψηφίας, και αφετέρου διότι, κατά την μειοψηφούσα γνώμη, μετά την έκδοση της άνω 2/2010 αποφάσεως της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, που κήρυξε απαράδεκτη την παραπομπή στην Ολομέλεια για οριστική κρίση της ουσίας και μετά την επανεισαγωγή της υποθέσεως και τη συζήτησή της στο παρόν Τμήμα, υπάρχει στάδιο δίκης σε Συμβούλιο, ήτοι υφίσταται πλέον δυνατότητα του ιδίου τούτου Δικαστηρίου, κατά την πρόοδο της διαδικασίας επί της εν λόγω κυρίας αιτήσεως, να επανεξετάσει από την αρχή την υπόθεση στην ουσία της, παρισταμένου του αιτούντος και να διαπιστώσει και να κρίνει αν η παραπάνω στο αιτιολογικό μόνον εκφρασθείσα προηγούμενη στην 1533/2009 απόφαση κρίση του είναι εσφαλμένη. Κατά την άνω μειοψηφούσα γνώμη δύο μελών του Συμβουλίου τούτου, το κύριο σφάλμα της ανακλητέας κατά την ιδία άποψη άνω μη οριστικής αποφάσεως έγκειται στο ότι, όπως διατυπώθηκε εμπεριστατωμένα και στην αιτιολογία της μειοψηφίας της 1533/2009 αρχικής αποφάσεως, δεν βρέθηκε στα Αρχεία του Κράτους και δεν υπάρχει στο φάκελο της δικογραφίας ούτε η προσβαλλόμενη από 15.11.1922 απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Δικαστηρίου Αθηνών ούτε τα πρακτικά της δίκης εκείνης, ούτε τα έγγραφα και λοιπά αποδεικτικά μέσα που έλαβαν υπόψη τους οι δικαστές που συγκροτούσαν το δικαστήριο εκείνο που εξέδωσε την άνω καταδικαστική απόφαση που αφορά η ένδικη αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας και δεν δύνανται να συγκριθούν και να αξιολογηθούν προς εκείνα όσα στοιχεία ως νέα γεγονότα και αποδείξεις επικαλείται και προσκομίζει κατά τα αναφερόμενα στην αίτησή του και μνημονεύονται και στην 1533/2009 απόφαση του παρόντος Τμήματος του ΑΠ, ώστε να δύναται να συναχθεί ασφαλές συμπέρασμα ότι ήταν ικανά να οδηγήσουν, είτε μόνα τους, είτε σε συνδυασμό με τα γεγονότα που είχαν τεθεί υπόψη των δικαστών που απάρτιζαν το δικαστήριο που εξέδωσε αυτήν την καταδικαστική απόφαση σε παραδοχή της ενδίκου αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας. Επί πλέον, κατά την άνω μειοψηφούσα γνώμη, η ανάκληση της 1533/2009 αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου σε Συμβούλιο επιβάλλεται και εκ του λόγου ότι δεν αναφέρονται οι επικαλούμενες νέες αποδείξεις σε περιστατικά ουσιώδη ως προς την πράξη που αποδιδόταν στον έκτο από τους κατηγορουμένους που καταδικάσθηκε στην ποινή του θανάτου και αφορούσε στο ότι αυτός ως αρχηγός της Στρατιάς Μικράς Ασίας από 13 έως 23 Αυγούστου 1922 εκουσίως και εκ προθέσεως παρέδωσε προς τον εχθρό μεγάλα τμήματα της παρ' αυτού διοικούμενης Στρατιάς Μικράς Ασίας και ειδικότερα ως προς τον εξαναγκασμό σε συνθηκολόγηση και την αιχμαλωσία τμημάτων του ελληνικού Στρατού από τις Τουρκικές Εθνικιστικές δυνάμεις κατά το κρίσιμο διάστημα και για την άνω πράξη οι πέντε άλλοι καταδικασθέντες στην ίδια ποινή συγκατηγορούμενοί του κηρύχθηκαν ένοχοι από το Έκτακτο Επαναστατικό Στρατοδικείο Αθηνών ως εκ προθέσεως παρακινήσαντες αυτόν στην εκτέλεση της ανωτέρω αξιοποίνου πράξεως προστάξαντες και παραγγείλαντες και συμβουλεύσαντες αυτόν μετ' απάτης, πειθούς και φορτικότητος.

Κατ' ακολουθία αυτών θα έπρεπε, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, μετ' ανάκληση της άνω 1533/2009 αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου να απορριφθεί ως αβάσιμη η κρινόμενη από 4.3.2010 αίτηση ως μη συντρέχουσας περιπτώσεως συμπληρώσεως, εκτιμώμενη δε ως αίτηση-κλήση επανασυζητήσεως της αρχικής από 20.1.2008 αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας, να απορριφθεί και η τελευταία ως αβάσιμη. [...]

* Βλ. τη ΣυμβΑΠ 1533/2009 σε ΠοινΔικ 1/2010, 42.
** Βλ. τη ΣυμβΑΠ Ολ 2/2010 σε ΠοινΔικ 2/2010, 153.